ναμούριος

ναμούριος
-α, -ο
φρ. «ναμούρια σειρά» ή, απλώς, «ναμούριο»
γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού ανώτερου λιθανθρακοφόρου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. namurian < Namur, ονομ. πόλης και επαρχίας τού Βελγίου + κατάλ. ian].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”